Είχα καιρό να σκεφτώ πως ψάχνω κάτι άλλο. Τι κι αν το έψαξα παντού, τι κι αν ρώτησα πολλούς, κανείς δεν με πήγε σε αυτό. Κανείς δεν μου είπε πού είσαι και πού θα πας.
Αλλά εγώ σε κυνηγούσα με μανία. Ασταμάτητα, κάθε μέρα. Δεν καταλάβαινα ότι δεν υπάρχεις. Δεν καταλάβαινα ότι δεν είσαι για μένα. Ούτε εγώ για σένα. Γιατί. Γιατί μου είπαν ότι είσαι. Μα πρέπει να είσαι. Δεν γίνεται αλλιώς.
Έχω βασίσει όλη την ύπαρξή μου στο να είσαι. Να είσαι εσύ. Όχι να είμαι εγώ. Ούτε καν να είμαι εγώ μαζί σου. Απλά εσύ να είσαι εσύ. Και τι κατάλαβα. Τελικά εσύ δεν ήσουν, εγώ δεν ήμουν και μαζί δεν θα ήμασταν ποτέ. Γιατί μου πήρε τόσο χρόνο να το δεχτώ; Εγώ έφταιγα; Μπορεί.
Ήξερα όμως από την αρχή ότι δεν είσαι εσύ για μένα. Επέμενα. Επέμενα να είσαι. Δεν ήμουν χωρίς εσένα, αλλά εσύ ήσουν χωρίς εμένα. Εγώ αφού δεν ήμουν είπα να λέω ότι είμαι εσύ, ενώ ένιωθα άβολα που το έλεγα.
Και ένιωθα περίεργα που ήμουν εσύ. Εσύ πώς ένιωθες; Ήσουν εντάξει να ξέρεις ότι δεν σε ήθελα αλλά σε επέβαλαν πάνω μου, τόσο που με φυλάκισαν μέσα σου; Και τώρα τι κάνω; Που συνήθισα σε αυτή τη φυλακή; Και τώρα τι κάνω που είμαι μοναχή γιατί εσύ δεν υπάρχεις; Τι κάνω;
Γιατί αφέθηκα να με πας που ούτε σε ένοιαζα ούτε με ένοιαζες; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πόσο μου μένει να τα σκέφτομαι αυτά. Και κυρίως εσένα.
Με κούρασες πολύ και δεν έχω άλλο να είμαι εσύ. Προσπάθησε να γίνεις λίγο εγώ. Μα θα είναι μάταιο. Δεν μου φταις εσύ. Εσύ απλά ήσουν. Ίσως κι εγώ αυτό πρέπει να κάνω. Απλά. Να είμαι. Εγώ. Χωρίς εσένα. Κι ό,τι είμαι.
-Αλκιβιάδης