Εδώ και καιρό ήθελα να γράψω ένα πολιτικό άρθρο που να νιώθω ότι τα έχω πει όλα όπως τα σκέφτομαι, όπως με τα δικά μου μάτια τα βλέπω. Τι με κρατούσε μέχρι τώρα; Δεν ξέρω. Ό,τι και να είναι δεν με κρατάει πια. Ο φόβος έχει δώσει τη θέση του στην άγνοιά του. Όσο πάω ανω-ριμάζω και χαίρομαι γι’ αυτό. Σημαίνει ότι δεν σαπίζω, δεν διαβρώνομαι, παρά παραμένω παιδί που το ενοχλεί η αδικία όπως τότε. Δεν ενσωματώνομαι στο παιχνίδι του συμβιβασμού, που πολλοί νομίζουν ότι παίζουν στα χέρια. Μόνο χαμένους έχει αυτό το παιχνίδι. Ειδικά, αυτούς που η καρδούλα τους είχε κάποιον σφυγμό. Οι υπόλοιποι δεν γεννήθηκαν για κάτι άλλο. Ή μάλλον δεν γεννήθηκαν.
Τις επόμενες μέρες θα δείτε ένα τέτοιο κείμενο από τα χεράκια μου. Η αποτίναξη όμως του φόβου έπρεπε να καταγραφεί. Για να γραφτούν μαζί με το δικό μου κι άλλα τέτοια άρθρα. Κι άλλα ποιήματα, κι άλλες ιστορίες. Για να γίνουν οι πιο μικρές και οι πιο μεγάλες πράξεις γενναιότητας, αυτές που πριν τις κάνεις, νιώθεις ότι η καρδιά σου θα βγει από το στήθος σου και θα περπατήσει χωρίς εσένα. Δεν έρχομαι ως γενναίος, ως θριαμβευτής, που κατάφερα και τις έκανα έτσι απλά. Έρχομαι σαν φοβισμένος, δειλός και ξένος να πω ότι όσων ακόμα χτυπά η καρδιά η ώρα είναι τώρα να δράσουν. Ας ενώσουμε τους φόβους μας και τότε όλοι αυτοί θα χαθούν. Ας.